- ἀπείρανδρος
- ἀπείρανδροςthat has not known manmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απείρανδρος — ἀπείρανδρος, η (Μ) (κόρη) που δεν έχει πείρα από άντρα, δεν γνώρισε άντρα, παρθένα … Dictionary of Greek
ἀπειράνδρως — ἀπείρανδρος that has not known man adverbial ἀπείρανδρος that has not known man masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρανδρον — ἀπείρανδρος that has not known man masc/fem acc sg ἀπείρανδρος that has not known man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειράνδρου — ἀπείρανδρος that has not known man masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειράνδρῳ — ἀπείρανδρος that has not known man masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek